Ο έρωτας κι ο θάνατος

 

Ο έρωτας κι ο θάνατος

τα ίδια μάτια έχουν
κι αν σε κοιτάξουν μια στιγμή
το σώμα σου και την ψυχή
για πάντα τα κατέχουν.  

Ο έρωτας κι ο θάνατος

σαν δυο πληγές που μοιάζουν
κι αν σου αγγίξουν την καρδιά
από την ίδια μαχαιριά
το αίμα σου σταλάζουν.  

Ο έρωτας κι ο θάνατος

εκεί που ξημερώνει
γίνονται πάλι δυο πουλιά
και σαν ανοίξουν τα φτερά
κανένας δε γλυτώνει.       
 

Θα έρθει ένα πρωινό… 

 

Θα έρθει ένα πρωινό

που δε θα ξυπνήσουμε…
Θα βρεθούμε σε μια άγνωστη διάσταση
έναν καινούριο ήλιο θα ανταμώσουμε
και οι παλιές πληγές θα γίνουν νεφελώματα
σ’ έναν απέραντο γαλαξία
όπου οι ψυχές θα συνυπάρχουν μονιασμένες
και οι θεοί θα κείτονται ηττημένοι.   
Σαν αστέρια αχνά
ό,τι έχουμε αφήσει πίσω μας
θα φεγγίζουν σε μελλοντικά σκοτάδια
θα λαμπυρίζουν δειλά σε γήινα μονοπάτια
και θα στέλνουν αλλόκοτα σινιάλα
για να βρίσκουν το δρόμο
αυτού του κόσμου οι οδοιπόροι.        
 

ΛΙΓΗ ΘΛΙΨΗ ΑΚΟΜΑ

 

Λίγη θλίψη ακόμα

ακόμα λίγα ζεστά δάκρυα
πασπαλισμένα με γέλια δειλά,
ακόμα μερικά αβέβαια βήματα
λίγα βλέμματα από τα φοβισμένα μάτια
λίγες ανάσες απ’ το κουρασμένο σώμα.
Λίγοι στίχοι ακόμα
σταγόνες απ’ το αίμα της ψυχής
κομμάτια της εφήμερης σάρκας
τελευταίες σκέψεις φιλοξενούμενης ύπαρξης
λόγια κτερίσματα
που ίσως κάτι από εκείνη να θυμίζουν.  
Κι ύστερα θα απλώσει το σκοτάδι
το απαλό του πέπλο
όλα θα τα σκεπάσει
όλα θα κείτονται ημιτελή
στο βάθος μιας ασάλευτης γαλήνης.      

 

 

Πουλί μου διαβατάρικο

 

Πουλί μου διαβατάρικο

έρχεσαι και πηγαίνεις
γι’ αυτά που βλέπεις δε μιλάς
γι’ αυτά π’ ακούς σωπαίνεις

και μένα μάθε να πετώ - άιντε

να φεύγω το χειμώνα
το καλοκαίρι να γυρνώ - άιντε
μέσ’ του Μαγιού το χρώμα. 

Έλα βάρκα κι είμαι μόνος

και φυσά πανί ο πόνος.

 

Πουλί μου διαβατάρικο

άνοιξε τα φτερά σου
τη λύπη πάρε μακριά
τα μάτια να μην κλάψουν 

να έχω ό,τι αγαπώ - άιντε

κι ό,τι με θε να μ’ έχει
να τον πετάς τον καημό - άιντε
μέσ’ στο νερό να πέφτει.

Έλα βάρκα με τα μένα

πάρε με από τα ξένα.   

 

Ο ΓΛΑΡΟΣ 

 

Το χιόνι πέφτει αδίστακτο

οι ανελέητες νιφάδες χαράζουν τον ορίζοντα
μαργώνουν τα πουλιά που ξέμειναν
και να κουρνιάσουν στη φωλιά δεν πρόλαβαν. 
Μόνο ένας γλάρος επίμονα πετά
αψηφά το κρύο, τον αέρα
το σκοτάδι, τη βροχή
το φόβο
την αβεβαιότητα. 

Τον κοιτώ και θαυμάζω·

τι ανθεκτικό πουλί
τι ατρόμητο πέταγμα!    

Το χιόνι αναφωνεί:

είμαι εδώ κι όλα θα τα παγώσω
τα νερά θα κρυσταλλώσουν
τα φυτά θα μαραθούν.  
Κι ο γλάρος αναφωνεί:
είμαι εδώ και θα πετάω
με όση δύναμη μου απομένει
κι αν είναι τώρα οι φτερούγες μου να σπάσουν
αν είναι τώρα ο αέρας να με πάρει
αν των φτερών το τίναγμα είναι το τελευταίο, 
θα το χαρώ μέχρι το τέλος
μέχρι το τέλος θα το ζήσω
αυτό το πέταγμα
που είναι μικρό σαν μια σταγόνα
σαν ένα θρόισμα δειλό.       
 

Άθροισμα 

 

Πάντοτε προσπαθούσα να ζήσω όπως θέλω,  

να ορίζω εγώ τις επιλογές μου
λαθεμένες ή σωστές να είναι απόλυτα δικές μου
θετικά και αρνητικά να είναι η φωνή της καρδιάς μου.  
Άλλοτε τα κατάφερνα κι άλλοτε όχι
άλλοτε έχανα κι άλλοτε κέρδιζα
( ή και τα δυο μαζί )
κάποτε απόλυτος κυρίαρχος
και κάποτε ανήμπορος σκλάβος.    
Ορατά κι αόρατα δεσμά
ηθελημένα ή αθέλητα
περιτριγύριζαν τη σκέψη μου
και ταυτόχρονα ατρόμητα φτερά
ανέμιζαν στην ψυχή μου.   
Και τώρα εδώ στου δρόμου τα μισά
μετρώ τα βήματά μου
να σέρνονται στα λασπόνερα πάνω στο χώμα
κι άλλες φορές σε κορυφές απάτητες
να ατενίζουν τον μακρινό ορίζοντα της Αλήθειας, 
τα ερωτήματα να παραμένουν αναπάντητα
οι απαντήσεις να καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι
κι αυτό το Χάος που με φιλοξενεί
να εισχωρεί στα σωθικά μου
και να γίνεται η ίδια μου η ύπαρξη.      

 

Άσπρα πουλιά

 

Άσπρα πουλιά

τραγουδούν γελαστά
στην καρδιά μας
πάνε ψηλά
και ξυπνάνε γλυκά
τα όνειρά μας.  

Άσπρα πουλιά

και στον ήλιο πετούν
και στ’ αγιάζι
στην ερημιά
τα φτερά τους χτυπούν
στο χαλάζι.  

Άσπρα πουλιά

είν’ οι μέρες περνούν
σαν αέρας
πάνε γοργά
το γαλάζιο να δουν
μιας εσπέρας.      
 

ΟΛΗ ΜΟΥ Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

 

Όλη μου η περιουσία

η μολυβοθήκη μου.  

Η ξύστρα που ακονίζει

τη λεπίδα του μολυβιού
για να χαράξει στο δέρμα του Χρόνου
τις απόκρυφες σκέψεις του ασυνείδητου. 
Η γόμα που θα σβήσει τα σφάλματα
αφήνοντας μια απαλή ουλή
για να θυμίζει τα λάθος βήματα
και να διορθώνει τις επόμενες επιλογές.  
Τα μολύβια σαν βέλη στη φαρέτρα
τρυπούν τα σωθικά της ψυχής μου
και το αίμα μου ρέει στις γραμμές του τετραδίου
γίνεται νάμα να ξεδιψούν
των καιρών οι στρατολάτες. 

Όλη μου η περιουσία

η μολυβοθήκη μου.
Όλη μου η περιουσία
οι λέξεις μου.     

 

ΘΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΩ

 

Θα αντισταθώ

θα γελάω κάτω από τα σύννεφα της θλίψης
θα τραγουδώ πάνω απ’ τα νεκρά λουλούδια
θα καλωσορίζω τον πόνο
στην πένθιμη αυλή μου.
Θα αγαπώ τον προδότη που λύγισε
τον χαφιέ που δε συγκράτησε την άρρωστη γλώσσα του
το μαχαίρι του φονιά που δεν αντιστάθηκε.
Θα χαϊδεύω την κακία του κόσμου
και το λύκο που μου δάγκωσε το λαιμό
το μίσος που στο αίμα μας ρέει θα πίνω.
Θα μιλάω
στις άκαμπτες σιωπές των αιώνων
για τα λάθη που το πράσινο της ελπίδας σκοτώσανε
για τους θεούς που δίχως οίκτο δικάζουν
για τους θεούς που δίχως οίκτο διχάζουν
και το φόβο σπέρνουν στα μάτια μας.
Θα αντισταθώ
με της αγάπης το άγγισμα
που τις πληγές των ψυχών μας αγιάζει.    
 

ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

 

Ένα ποτήρι γλυκό κρασί

μια στάλα μέλι στη φέτα του ψωμιού
ένα χέρι που συνοδεύει τα βήματά σου
μια ζεστή αγκαλιά κάτω απ’ το σεντόνι σου,
μια ειρηνική λέξη για τον συνάνθρωπο
ένα χάδι για το αδέσποτο σκυλί
ένα χαμόγελο για τις ανήμπορες μέρες
μια καθαρή συνείδηση
για τις νύχτες τις αξημέρωτες. 
Πόσο λίγα και απλά
μπορούν να φέρουν στον κόσμο μας
το άρωμα του παράδεισου.     

  Ο έρωτας κι ο θάνατος   Ο έρωτας κι ο θάνατος τα ίδια μάτια έχουν κι αν σε κοιτάξουν μια στιγμή το σώμα σου και την ψυχή για π...