Βροχή ανέμελη

Στην Αγγελική 

 

Βροχή ανέμελη σκάβει το χώμα

γλείφει τους τοίχους, τις ταράτσες, τα κεραμίδια
την ταλαιπωρημένη άσφαλτο
το σακατεμένο πεζοδρόμιο,   
τα μαλλιά της κοπέλας που περιμένει στη στάση
το καθυστερημένο λεωφορείο
( πόσα λεωφορεία χάσαμε, πόσους άγνωστους προορισμούς )
τις μοναχικές ράγες που αναπολούν
τα τρένα που έφυγαν
( πόσα τρένα δεν προλάβαμε και δε γύρισαν ποτέ )
τα αγέρωχα φανάρια
που αναβοσβήνουν ακούραστα
( πόσα φανάρια αψηφήσαμε
  πόσους φάρους δε διαβάσαμε )
τα παιδιά που σχολάσανε
και τρέχουν σπίτι γελώντας
( πόσα παιδιά δε γελάσαν ποτέ
  πόσα παιδιά δε γεννήθηκαν ).    

Το λεωφορείο ήρθε επιτέλους!

Η βρεγμένη κοπέλα θα ξεκουραστεί σε λίγο
μια ζεστή πετσέτα θα τη στεγνώσει
κι αποκαμωμένη θα ονειρευτεί. 
Κι αυτή η ανέμελη βροχή
θα συνεχίσει να μας ξεπλένει
να ποτίζει τον κήπο μας
για να ανθίζουν στις ψυχές μας
ιστορίες του νερού
που θα ευωδιάζουν στο άπειρο.  

Πάντα ζωογόνα αυτή η βροχή

πάντα γεννάει νέα χρώματα
νέες δημιουργίες!      
 

Ο χορός των φλαμίνγκο

 

Γλυκό πορτοκαλί ταλαντεύεται

αρμονικές κινήσεις ακριβείας
στον αναγεννησιακό χορό του έρωτα
πάνω σε φρέσκα, δροσερά νερά.  
Νέος κύκλος αρχίζει ξανά
νέες ελπίδες ανατέλλουν
η ζωή ανασυντάσσεται
επαναπροσδιορίζεται και προχωρά. 
Ευκαιρίες και απώλειες
αγωνίες και ανέμελα παιχνίδια
φόβος και ευχαρίστηση
επαγρύπνηση και γαλήνη
συνυπάρχουν στην ίδια αγκαλιά
της σοφής και άγριας Φύσης.         
 

Η βραχνή φυσαρμόνικα του Πάνου

Στον Πάνο Κατσιμίχα 

 

Γλυκό κελάηδισμα φτερούγισε

πάνω από τις αγωνίες της εφηβείας μας
τιτίβισε μελωδίες απόκοσμες
στα απάτητα δάση της καρδιάς μας
ημέρεψε τους άγριους χειμώνες μας
και δρόσισε τα καλοκαίρια μας.  
Σαν διαβατάρικο πουλί
συντροφεύει τους χρόνους μας, 
πετά από τη γη στον ουρανό
και με νότες αγγελικές
ποτίζει τις ψυχές μας
να γεμίσει ο κήπος μας
χρωματιστά τραγούδια
κι ανθισμένες μουσικές.       
 

Τα όνειρα της εγρήγορσης

 

Τα όνειρα της εγρήγορσης

αγέρωχα πουλιά μέσα στην μπόρα
λαβωμένα κύτταρα σε άγνωστες αρτηρίες
σύννεφα ταξιδιάρικα που δακρύζουν
πάνω στις ερήμους του κόσμου
και νέους κόσμους δημιουργούν
γαλήνιους και αρμονικούς
στους πολύχρωμους ορίζοντες της ουτοπίας.
Φοβισμένα βλέφαρα
που κοιτούν κατάματα τους τρόμους
χαϊδεύουν με στοργή τη θλίψη
να ημερέψουν οι πληγές που δεν έκλεισαν
να αγαλλιάσουν οι ψυχές που δεν αναστήθηκαν.
Ιαματικά νερά σε άνυδρες εποχές
να ξεδιψούν τα αγριολούλουδα που δεν άνθισαν
να αγιάζουν οι σπόροι που δεν έζησαν. 
Τα όνειρα της εγρήγορσης
συμπαντικοί παλμοί ακαθόριστοι
στης Αλήθειας τις αιμάτινες φλέβες.       
 

Ο έρωτας κι ο θάνατος

 

Ο έρωτας κι ο θάνατος

τα ίδια μάτια έχουν
κι αν σε κοιτάξουν μια στιγμή
το σώμα σου και την ψυχή
για πάντα τα κατέχουν.  

Ο έρωτας κι ο θάνατος

σαν δυο πληγές που μοιάζουν
κι αν σου αγγίξουν την καρδιά
από την ίδια μαχαιριά
το αίμα σου σταλάζουν.  

Ο έρωτας κι ο θάνατος

εκεί που ξημερώνει
γίνονται πάλι δυο πουλιά
και σαν ανοίξουν τα φτερά
κανένας δε γλυτώνει.       
 

Θα έρθει ένα πρωινό… 

 

Θα έρθει ένα πρωινό

που δε θα ξυπνήσουμε…
Θα βρεθούμε σε μια άγνωστη διάσταση
έναν καινούριο ήλιο θα ανταμώσουμε
και οι παλιές πληγές θα γίνουν νεφελώματα
σ’ έναν απέραντο γαλαξία
όπου οι ψυχές θα συνυπάρχουν μονιασμένες
και οι θεοί θα κείτονται ηττημένοι.   
Σαν αστέρια αχνά
ό,τι έχουμε αφήσει πίσω μας
θα φεγγίζουν σε μελλοντικά σκοτάδια
θα λαμπυρίζουν δειλά σε γήινα μονοπάτια
και θα στέλνουν αλλόκοτα σινιάλα
για να βρίσκουν το δρόμο
αυτού του κόσμου οι οδοιπόροι.        
 

ΛΙΓΗ ΘΛΙΨΗ ΑΚΟΜΑ

 

Λίγη θλίψη ακόμα

ακόμα λίγα ζεστά δάκρυα
πασπαλισμένα με γέλια δειλά,
ακόμα μερικά αβέβαια βήματα
λίγα βλέμματα από τα φοβισμένα μάτια
λίγες ανάσες απ’ το κουρασμένο σώμα.
Λίγοι στίχοι ακόμα
σταγόνες απ’ το αίμα της ψυχής
κομμάτια της εφήμερης σάρκας
τελευταίες σκέψεις φιλοξενούμενης ύπαρξης
λόγια κτερίσματα
που ίσως κάτι από εκείνη να θυμίζουν.  
Κι ύστερα θα απλώσει το σκοτάδι
το απαλό του πέπλο
όλα θα τα σκεπάσει
όλα θα κείτονται ημιτελή
στο βάθος μιας ασάλευτης γαλήνης.      

 

 

Πουλί μου διαβατάρικο

 

Πουλί μου διαβατάρικο

έρχεσαι και πηγαίνεις
γι’ αυτά που βλέπεις δε μιλάς
γι’ αυτά π’ ακούς σωπαίνεις

και μένα μάθε να πετώ - άιντε

να φεύγω το χειμώνα
το καλοκαίρι να γυρνώ - άιντε
μέσ’ του Μαγιού το χρώμα. 

Έλα βάρκα κι είμαι μόνος

και φυσά πανί ο πόνος.

 

Πουλί μου διαβατάρικο

άνοιξε τα φτερά σου
τη λύπη πάρε μακριά
τα μάτια να μην κλάψουν 

να έχω ό,τι αγαπώ - άιντε

κι ό,τι με θε να μ’ έχει
να τον πετάς τον καημό - άιντε
μέσ’ στο νερό να πέφτει.

Έλα βάρκα με τα μένα

πάρε με από τα ξένα.   

 

Ο ΓΛΑΡΟΣ 

 

Το χιόνι πέφτει αδίστακτο

οι ανελέητες νιφάδες χαράζουν τον ορίζοντα
μαργώνουν τα πουλιά που ξέμειναν
και να κουρνιάσουν στη φωλιά δεν πρόλαβαν. 
Μόνο ένας γλάρος επίμονα πετά
αψηφά το κρύο, τον αέρα
το σκοτάδι, τη βροχή
το φόβο
την αβεβαιότητα. 

Τον κοιτώ και θαυμάζω·

τι ανθεκτικό πουλί
τι ατρόμητο πέταγμα!    

Το χιόνι αναφωνεί:

είμαι εδώ κι όλα θα τα παγώσω
τα νερά θα κρυσταλλώσουν
τα φυτά θα μαραθούν.  
Κι ο γλάρος αναφωνεί:
είμαι εδώ και θα πετάω
με όση δύναμη μου απομένει
κι αν είναι τώρα οι φτερούγες μου να σπάσουν
αν είναι τώρα ο αέρας να με πάρει
αν των φτερών το τίναγμα είναι το τελευταίο, 
θα το χαρώ μέχρι το τέλος
μέχρι το τέλος θα το ζήσω
αυτό το πέταγμα
που είναι μικρό σαν μια σταγόνα
σαν ένα θρόισμα δειλό.       
 

Άθροισμα 

 

Πάντοτε προσπαθούσα να ζήσω όπως θέλω,  

να ορίζω εγώ τις επιλογές μου
λαθεμένες ή σωστές να είναι απόλυτα δικές μου
θετικά και αρνητικά να είναι η φωνή της καρδιάς μου.  
Άλλοτε τα κατάφερνα κι άλλοτε όχι
άλλοτε έχανα κι άλλοτε κέρδιζα
( ή και τα δυο μαζί )
κάποτε απόλυτος κυρίαρχος
και κάποτε ανήμπορος σκλάβος.    
Ορατά κι αόρατα δεσμά
ηθελημένα ή αθέλητα
περιτριγύριζαν τη σκέψη μου
και ταυτόχρονα ατρόμητα φτερά
ανέμιζαν στην ψυχή μου.   
Και τώρα εδώ στου δρόμου τα μισά
μετρώ τα βήματά μου
να σέρνονται στα λασπόνερα πάνω στο χώμα
κι άλλες φορές σε κορυφές απάτητες
να ατενίζουν τον μακρινό ορίζοντα της Αλήθειας, 
τα ερωτήματα να παραμένουν αναπάντητα
οι απαντήσεις να καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι
κι αυτό το Χάος που με φιλοξενεί
να εισχωρεί στα σωθικά μου
και να γίνεται η ίδια μου η ύπαρξη.      

  Βροχή ανέμελη Στην Αγγελική     Βροχή ανέμελη σκάβει το χώμα γλείφει τους τοίχους, τις ταράτσες, τα κεραμίδια την ταλαιπωρημένη ...